ετεροκινησία

ετεροκινησία
η
1) приведение в движение извне; 2) перен. безволие, несамостоятельность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ετεροκινησία" в других словарях:

  • ετεροκινησία — η (Α ἑτεροκινησία) η κίνηση που δίνεται από εξωτερική δύναμη νεοελλ. περίπτωση καρυοκινησίας κατά την οποία τα θυγατρικά κύτταρα είναι ανόμοια μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ετεροκινησία < ετεροκίνητος, ενώ το νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ετεροκινησία — η το γνώρισμα του ετεροκίνητου, το να κινείται κανείς από άλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑτεροκινησίας — ἑτεροκινησίᾱς , ἑτεροκινησία motion externally caused fem acc pl ἑτεροκινησίᾱς , ἑτεροκινησία motion externally caused fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»